Σε τούτη τη στράτα, σ'αυτή τη γειτονιά
την τόσο γνώριμη, στάθηκε για τελευταία
φορά.
Δεν είχε θαρείς κουράγιο να σηκώσει
το βλέμα. Μέρες τώρα παλεύει με το χρόνο
που πιέζει, με τις υπηρεσιακές ανάγκες
στο σχολείο του σε άλλο νομό,πρέπει να
γίνουν όλα γρήγορα, να ξεχωρίσει, χρήσιμα
και άχρηστα, μέσα στο ανάστατο σπίτι. Ο
μηχανικός έβγαλε την άδεια, ο εργολάβος
ήρθε και είδε, έδωσε τις τελευταίες
οδηγίες, λίγο πριν γκρεμίσουν. Ήρθαν
φίλοι, συγγενείς, χέρια απαραίτητα να
βοηθήσουν στη μετακόμιση. Δυο ώρες
νωρίτερα, καθόταν στο μπαλκόνι και
ατένιζε στα χαμένα το απέναντι χωριό.
Κάθε τόσο, εσκυβε το κεφάλι του,
ομφαλοσκοπώντας, νόμιζες το λοιπόν, πως
σκέφτονταν μεγάλα πράγματα και φοβερά.
Όχι, δεν σκέφτονταν, είναι οι στιγμές
που κολλάει ο εγκέφαλος, πού μυαλό
άλλωστε, το ίδιο χειμώνα καλοκαίρι,
καθώς λένε. Όλο ουφ και ουφ ήταν από το
πρωί. Σηκώθηκε, πήρε το αμάξι και έφυγε
για λίγο. Δεν είχε κάποια δουλειά
συγκεκριμένη για να φύγει, αλλά αυτή η
βόλτα με το αμάξι, μια στροφή ως την κάτω
πλατεία του χωριού, τον αναθάρρεψε.
Καθάρισε το μυαλό του. Επέστρεψε, χωρίς
φυσικά αλλαγμένη ιδιαίτερα διάθεση. Εκείνη η ταλαίπωρη η
μάνα του, πήρε ρεπό από το ξενοδοχείο
που δούλευε καθαρίστρια, και από το πρωί
δεν κάθισε. Κουτιά από εδώ, σακούλες από
εκεί, νευρίαζε με την ακηδία του γιου
της, βούρκωνε με κάθε αντικείμενο που
έβαζε μέσα στα κουτιά. Όλα κάτι είχαν
να πουν, μια ιστορία, κάτι από το παρελθόν.
- άντε βρε παιδί μου, όλο ουφ και ουφ, θα
σκάσεις από το πρωί. Θα έπρεπε να χαίρεσαι.
Αλλά απάντηση δεν πήρε. Και αυτή η
βουβαμάρα είναι πολλές φορές ηχηρότατη
απάντηση, σκληρότερη και από μια σκληρή
απάντηση. Συνέχισε μόνη της τη δουλειά.
Μετά από κάμποση ώρα, θα'ταν δε θα' ταν
εννιάμιση το πρωί, σαν κεραυνός διαπέρασε
το κορμί του. Πετάχτηκε απάνω από την
καρέκλα που κάθονταν στο μπαλκόνι, όπου
είχε ακουμπισμένο το κεφάλι του στα
κάγκελα του μπαλκονιού, πήρε το τηλέφωνο
και ειδοποίησε για εξωτερική βοήθεια.
Αστειευόμενος στην αρχή, φωνάζοντας
θαρρείς “βοήθεια”, στο ακουστικό του
κινητού, με εκείνο το σκληρό και περίεργο
χιούμορ που λίγοι καταλάβαιναν, αλλά
με μια αποφασιστική ιδιόρυθμη τελικά
πρόσκληση, κάλεσε βοήθεια.
-Τι θα γίνει; τι περιμένεις; Να ψοφήσουμε
να έρθεις με το κερί; Άντε τσακίσου και
έλα να βάλεις ένα χέρι...αλλιώς χαϊρι
δεν βλέπουμε. Δεν τελειώνουμε ούτε σε
ένα μήνα.
Ο λόγος του πάντα ήταν σκληρός. Περίεργος
άνθρωπος, εκεί που αυτοσαρκάζονταν ή
γελούσε, γινόταν επιθετικός, γκρινιάρης.
Εκεί που έδειχνε τόση ευαοσθησία, γινόταν
πικρόχολος, αυστηρός με όλους, αλλά και
με τον εαυτό του. Οι συνάδελφοί του
πολλές φορές του έλεγαν πως έμοιαζε με
μια κατσίκα που κατέβαζε πολύ γάλα, αλλά
μπορούσε να τα γκρεμίσει όλα την τελευταία
στιγμή. Δεν νοιαζόταν να χτίσει εικόνα
προς τα έξω, του ήταν παντελώς αδιάφορο.
Πώς βγήκε έτσι αυτό το παιδί, αναρωτιώταν
συχνά η μάνα του, καρδιά μάλαμα, αλλά
γλώσσα δηλητήριο. Αν καταπιεί το σάλιο
του κινδυνεύει να δηλητηριαστεί. Έμοιασε
στον παππού του, ίδιος και απαράλλαχτος.
“Λίρα εκατό” αλλά δεν δέχονταν μύγα
στο σπαθί του. “πες την αλήθεια και ας
είναι και για το θάνατό σου”, αυτό ήταν
το μότο του. Μάλιστα στο σχολείο, δεν
χρύσωνε το χάπι ποτέ στους γονείς, άλλοι
τον λέγαν αδιάλλακτο, άλλοι ανελαστικό, άλλοι σκληρό, άλλοι
αυστηρό, αλλά ποτέ κανείς δεν θεωρούσε
ότι είχε άδικο. “Βάλε νερό στο κρασί
σου μωρέ”, του είπε κάποια στιγμή μια
συνάδελφος, και έτσι και νευρίαζε, τότε
ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε.
Μη του πατήσεις τον κάλο. Δεν ήξερε από
διπλωματίες, τους έβλεπε όλους στα μάτια
γιατί έτσι θεωρούσε πως ήταν όλοι,
καθαροί και ειλικρινείς.
Και εκεί που περίμενε μια βοήθεια, ήρθαν
από παντού ενισχύσεις. Ήρθαν ξαδέρφια,
προσέτρεξαν με την καρδιά τους, τους είχε ειδοποιήσει η μάνα του, ξαλάφρωσε
η δουλειά. Λίγο η συζήτηση, λίγο ο καφές,
κάτι φαινόταν στον ορίζοντα. Κάποια
στιγμή, σταθηκε μπροστά στο εικονοστάσι.
Αυτό ήταν δική του δουλειά. Μία μία
κατέβαζε τις εικόνες, τις φιλούσε και
προσεχτικά τις έβαζε στο κιβώτιο. Σε
κάθε Άγιο ή Αγία, σχολίαζε και κάτι. Στον
Αρχάγγελο σταμάτησε ιδιαίτερα. Ο
αυτοκολλητάκιας του. Το φιλαράκι του.
Ο Μιχαήλ ήταν θες δε θες, ζωντανή παρουσία
στη ζωή του. Φίλησε με ιερότητα την
εικόνα του Αρχαγγέλου, τη χάϊδεψε και
την τοποθέτησε στο κουτί. Την εικόνα
του Αγίου Βασιλείου, μια ιδιαίτερη
κατασκευή πάνω σε κεραμίδι, την κράτησε
στην άκρη. Ϊσως ήταν καλύτερα να μην
μπει στο κουτί. Η ημικυλινδρική της
κατασκευή αλλά και το υλικό της, δεν
επέτρεπε να μπει στο κουτί. Ας μη σπάσει,
σκέφτηκε. Θα δούμε μετά τι θα κάνουμε
με αυτή. Την πήρε και διέσχισε 3 χώρους μέσα στο σπίτι, σαν να έκανε Μικρή Είσοδο σε Ιερό Ναό.
Την ακούμπησε πάνω στο τραπέζι του
σαλονιού ή ορθότερα, εκεί που ήταν προηγούμενα το σαλόνι. Έφυγε το πρώτο αμάξι, γύρισαν
πάλι να φορτώσουν. Πακετάρανε, φορτώνανε,
ξεφορτώνανε, επαγγελματίες σωστοί. Σε
καιρούς κρίσης, ας το έχουμε στο νου
μας, αστειεύτηκε στον ξάδερφό του κάποια
στιγμή.
-Νεκροθάφτες, ψυχίατροι και
μετακομίσεις, τα επαγγέλματα της Ελλάδας
της κρίσης, συμφωνείς; Ρώτησε χωρίς να
περιμένει απάντηση, άλλωστε, απλή
διαπίστωση έκανε.
Έσφιγγε κάθε τόσο τα χείλια και πετούσε
και οτιδήποτε θεωρούσε παλιό και σε
αχρηστία. Αχ αυτά τα ρούχα, όλο και κάτι
του θύμιζαν, αλλά που να χωρέσει τώρα,
πέρασαν χρόνια, έβαλε κιλά, ούτε το ένα
πόδι του δεν έμπαινε στα παντελόνια.
Είναι και εκείνη η περίεργη νοοτροπία
να μαζεύεις συνεχώς, κρατάς κάθε ρούχο,
όχι από ανάγκη, αλλά από έναν περίεργο
συναισθηματισμό, μη τύχει και αποχωριστείς
ένα κομμάτι της ζωής σου. Ρούχα, παντελόνια, πουκάμισα, μια τσολιαδίστικη στολή από το δημοτικό,
μέχρι και μπιμπελό από δεκάδες βαφτίσεις,
μπουκαλάκια από σάλτσες, μπουκάλια από
πιπεριές φλωρίνης, δεκάδες τάπερ, τα περισσότερα ήταν πλαστικά δοχεία από βανίλια υποβρύχιο ή ακόμη και κεσεδάκια του ενο κιλού από γιαούρτια, μα τίποτα δεν πετούσε
πια εκείνη η μάνα του.Χρήσιμα στην αποθήκευση έλεγε. Και άντε τα
μπουκάλια και τα κεσεδάκια τα πέταξε χωρίς δεύτερη σκέψη,
δείχνοντας κάποιον εκνευρισμό που η
μάνα του δεν πετούσε τίποτα, αλλά στα
ρούχα; Αυτά τα δοκίμαζε ξανά και ξανά,
ξέροντας καλά πως δεν τον χωράνε πια,
φαινόταν με το μάτι άλλωστε, ήθελε όμως
με αυτό τον τρόπο να αποχαιρετίσει κάθε
πτυχή του παρελθόντος.
-έκλεισε, μια ιστορία θλιβερή.....
σιγοτραγούδησε ένα τραγούδι του
Καζαντζίδη. Και σχεδόν όλη μέρα
το σιγοτραγουδούσε. Έριχνε και κλεφτές ματιές στη μάνα του, να δει αν είναι
βουρκωμένη. Αυτή ήταν πιο ευαίσθητη
γυναίκα. Άλλος άνθρωπος, αυτή έκλαιγε
με το παραμικρό. Για λύπες, για χαρές,
αυτή έκλαιγε.
Στην μικρής κλίσης ανηφόρα του δρόμου,
ακούστηκε μια εξάτμιση ενός αυτοκινήτου
που γκρίνιαζε πολύ. -
-Έρχεται ο αδερφός
σου, είπε ο ξάδερφος, ενώ βγήκε στο
μπαλκόνι να κάνει τσιγάρο. Άκου,
κουδουνίζει το αμάξι.
-δεν κουδουνίζει, γκαρίζει θες να πεις.
Πώς το αντέχει να έχει μέσα στα αυτιά
του αυτό το βουητό;
Πάρκαρε το αμάξι στο τέρμα της ανηφορίτσας, ήταν αδιέξοδη άλλωστε, δεν ενοχλούσε κανέναν σε αυτή την αγαπημένη γειτονιά. Από την πίσω πόρτα ξεπρόβαλε μια φατσούλα
γελαστή. Ήταν το ανηψάκι του, πριν δυο
μήνες έκλεισε τα δυο του χρόνια.
-Νουνέ....νουνέ... βιάστηκε να ανοίξει την
πόρτα, όχι ότι το μπορούσε ακόμη. Ήταν
όμως πανέξυπνο, με πολύ καλό λόγο, παρά
το μικρό της ηλικίας του. Ήξερε να μετρά
ως το εκατό και στα ελληνικά και στα
αγγλικά...τρέλλα και εμμονή του πατέρα
του, αναγνώριζε δεκάδες ζώα, ήχους ζώων,
ό,τι έλεγε στα ελληνικά, το ήξερε και
στα αγγλικά και μάλιστα με πολύ καλή
αγγλική προφορά, κάτι που δεν το είχαν
μήτε ο μπαμπάς, μήτε η μαμά μήτε ο
θειος-νουνός του. Ας είναι καλά το
ίντερνετ και του γιουτιούμπ με όλα αυτά
τα τραγουδάκια. Να και κάτι καλό που
βρήκε σε αυτό το χαζοκούτι, τον υπολογιστή,
το πιο επικίνδυνο ακόμη και από την
τηλεόραση καθώς έλεγε ο θείος-νουνός.
Άλλωστε με την τηλεόραση τα είχε
τσουγκρισμένα πολλά χρόνια, πάνω από
είκοσιπεντε. Αλλά το ίντερνετ το είχε
προς ενημέρωση ή εργασία.
Έτρεξε να αγκαλιάσει τη γιαγιά του και
το νουνό-θείο του.
- τι κάνεις νουνέ;
-μας διώχνουν Βασίλη, αστειεύτηκε ο
νουνός. Βλέπεις το σπίτι που άδειασε;
-γιατί;
-γιατί δεν ήμασταν καλά παιδάκια...και
τώρα μας διώχνουν.
-όχι, είμαστε καλά παιδάκια, είσαι καλός
νουνέ!
-θα βοηθήσεις Βασίλη να κουβαλήσουμε;
Είπε ο ξάδερφος.
-ναιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι, φώναξε
και άστραψε το προσωπάκι του.
-Βασίλη πήγαινε στη γιαγιά, είπε ο μπαμπάς
του σε κάπως αυστηρό τόνο. Θα μας καθυστερήσει αν ανεβοκατεβαίνει
μαζί μας τα σκαλιά. Γύρισε και είπε,
δικαιολογώντας την προτροπή του προς
το Βασιλάκη να πάει στη γιαγιά.
-όχι, θα κάτσω με το νουνό, απάντησε σχεδόν αποφασισμένος ο Βασιλακης.
Είπε δεν είπε ο μπαμπάς, ο Βασιλάκης
έπιανε κάθετι που κουβαλούσαν, σχεδόν γαντζώνονταν πάνω τους και
κατέβαινε τα σκαλιά μαζί τους. Συρτάρια,
σακούλες, ντουλάπες...πράγματι δυσχέραινε
την κατάβαση, αλλά η παιδαγωγική του
νονού ήταν διαφορετική από αυτή του
αδερφού του και χαμογελουσε με όλη αυτή την κατάσταση. Δεν μοιάζανε ιδιαίτερα στη
φιλοσοφία που είχαν για τη ζωή ή την
αγωγή των παιδιών.
-Αδερφέ, να πάρετε αυτή την εικόνα.
Βασιλάκη κοίτα; ο Άγιος Βασίλης! Και
στράφηκε προς τη μάνα του και είπε:
-Αυτή την εικόνα του Αγίου Βασιλείου θα
τη δώσω στο Βασίλη, σιγοψιθύρησε.
-Δεν θα την κρατήσεις; Απάντησε κάπως
απορημένη, ίσως και θορυβημένη για την
επιλογή του να δώσει την εικόνα.
Κάπως κούμπιασε, του μπήκαν δεύτερες
σκέψεις.
-Μαααα, τώρα την έταξα. Ψέλισε μετανοιωμένος
για την πρόταση του. Και δίνει την εικόνα
στο μικρό Βασιλάκη. Βούρκωσε. Την εικόνα
του Αγίου Βασιλείου, το όνομα του πατέρα
του, την έδινε στον μικρό Βασίλη. Βγήκε
στο μπαλκόνι και σχεδόν έκλαψε. Δεν
μπόρεσε να κρατηθεί. Κατέβηκε βιαστικά
τα σκαλιά ως στην αυλή, θυμήθηκε την
κηδεία του πατέρα του. Ξερίζωσα τον
πατέρα μου. Τώρα, την εικόνα του Αγίου
Βασιλείου, την έβγαλα από το σπίτι. Αύριο
μεθαύριο γκρεμίζω το σπίτι, βγάζω και
την εικόνα, ξεριζώνω ό,τι έχτισε με τον
ιδρώτα του, άρχισε να σκέφτεται και
δάκρυα να βρέχουν τα μάτια του. Αλλά
πάλι, τον παρηγορούσε η ιδέα ότι η εικόνα
πήγαινε στον Βασιλάκη, στον εγγονό, με
το ίδιο όνομα, το ίδιο επώνυμο και το
ίδιο πατρώνυμο. Ίσως όχι ακριβώς, μιας
και ο Βασίλης είχε και δεύτερο όνομα,
Βασίλης-Μιχάλης, αποτέλεσμα της αγάπης
και της τιμής προς τον Αρχάγγελο. Δεν
πρόλαβε ο παππούς να τον γνωρίσει το
Βασιλάκη. Έτσι το ήθελε ο Θεός. Άλλα
σχέδια έκανε ο Θεός. Κάνουμε σχέδια και
ο Θεός γελάει. Σχέδια για τη σύνταξή του
έκανε, μα δεν πρόλαβε να την πάρει.
Πέθανε πέντε χρόνια πριν γεννηθεί ο
Βασιλάκης, πριν
καν παντρευτεί ο μεγάλος του γιος.
-Γέμισε και άλλο ντάτσουν, είπε λυπημένα,
ενώ πάλι σιγοτραγούδισε τη φράση “έκλεισε
μια ιστορία θλιβερή”. Έτοιμο για το
άλλο σπίτι. Όπελ ήταν, αλλά έτσι πάντα
αποκαλούσε τα αγροτικά φορτηγάκια. Του
άρεσε αυτή η λέξη, την έλεγε και χόρταινε
η ψυχή του. Ήταν το τελευταίο για σήμερα.
Άδειασε σχεδόν το σπίτι, άδειο μεν αλλά γεμάτο αναμνήσεις, αυτές δεν αδειάζουν με τίποτα. Λεπτομέρειες
έμειναν. Πήγαν και ξεφόρτωσαν. Έντεκα
μετακομίσεις είχε στη ζωή του, στις
σπουδές στα φοιτητικά του χρόνια, στους
νομούς εργασίας του στην εκπαίδευση.
Άλλωστε η δουλειά του, είναι από εκείνες
που σε ταξιδεύουν σε πολλούς
νομούς...”υπουργείο παιδείας, σας πάει
παντού, οργώστε την ελλάδα για ένα
καλύτερο αύριο”, έλεγε πυκνά συχνά, με
μια συγκεκαλυμένη πικρία, κάτω από αυτό
το ειρωνικό εκπαιδευτικό ”ανέκδοτο”.
Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, ο αδερφός
με το Βασιλάκη στο σπίτι τους, τα ξαδέρφια σπίτι τους,
μια φίλη της μάνας του που τηλεφώνησε
το πρωί και αυτή σπίτι της, η μάνα του
στο ενοικιασμένο σπίτι για να συμμαζέψει,
να βάλει μια τάξη στην τρέλλα που είχε
δημιουργηθεί εκεί. Τα βαριά αντικείμενα
βέβαια, είχαν μπει στη θέση τους. Άφησε
τη μάνα του και γύρισε πίσω στο πατρικό.
Άδειο. Μια καρέκλα όλη και όλη έμεινε
μέσα. Δεν του πάει καρδιά να φύγει. Σε
τούτη τη στράτα, σ'αυτή τη γειτονιά την
τόσο γνώριμη, στάθηκε για τελευταία
φορά. Δεν είχε θαρείς κουράγιο να σηκώσει
το βλέμα. Να αντικρύσει το πατρικό του
σπίτι λίγο πριν γκρεμιστεί. Δεν χαιρόταν
για αυτό. Ξερίζωνε όλη του την ιστορία,
σε αυτό το σπίτι μεγάλωσε, σε αυτές τις
σκάλες έτρωγε φέτα ψωμί με ζάχαρη τα
φτωχικά παιδικά χρόνια, σε αυτό το σπίτι
διάβασε τα πρώτα του γράμματα, σε αυτή
την αυλή έσκαβε και κάρφωνε ξύλα στα
παιδιάστικα χρόνια. Σε αυτό το σπίτι
πόσα πράγματα δεν είχε να θυμηθεί...
Σκοτείνιασε, έπρεπε να φύγει...έμεινε
αρκετή ώρα στην άκρη της αυλής, εκεί
στην μικρής κλίσης ανηφόρα, κοιτάζοντας
νοσταλγικά το σπίτι...